- ἐπῳδαῖς
- ἐπῳδήsong sung tofem dat pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κατάδεσις — κατάδεσις, ἡ (Α) [καταδέω (Ι)] 1. στερεό δέσιμο 2. δέσιμο κάποιου με μάγια 3. στον πληθ. οἱ καταδέσεις μαγείες, μαγγανείες («ἐπῳδαῑς καὶ καταδέσεσι», Πλάτ.) … Dictionary of Greek
μάγος — Στην αρχαιότητα, το μέλος μιας μηδικής φυλής με βαθιά γνώση της θρησκείας, που επιδιδόταν σε αστρολογικές και μαντικές τεχνικές και χαρακτηριζόταν για τις επιστημονικές του γνώσεις· επίσης, ο ιερέας και σοφός των αρχαίων Περσών που ασχολείτο με… … Dictionary of Greek